Από το βιβλίο του συγγραφέα Κορώνη Θανάση
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ
ΠΡΟΞΕΝΙΟ
Το προξενιό ήταν ο βασικός τρόπος για να γνωριστούν και να παντρευτούν δυο άνθρωποι. Οι προξενητές καπάτσοι άνθρωποι, συνήθως γυναίκες, ήταν οι μεσάζοντες. Οι περισσότεροι κινούμενοι από αγνά αισθήματα ήθελαν να κάνουν το καλό. Υπήρχαν όμως και οι επαγγελματίες. Αυτοί πληρωνόντουσαν από εκείνον που τους έστελνε ανάλογα με την προίκα που θα του εξασφάλιζαν.
Μέχρι να πετύχει το συνοικέσιο, να γίνει δηλαδή η συμφωνία, οι προξενητές μπαινόβγαιναν στα σπίτια των ενδιαφερομένων οικογενειών φροντίζοντας να βγαίνουν πάντα από την πόρτα που έμπαιναν για αν μην χαλάσει το προξενιό, όπως πίστευαν. Το κύριο όπλο τους εκτός από την προίκα ήταν το παίνεμα των μελλονύμφων. Η νοικοκυροσύνη και τα κάλλη της νύφης. Η λεβεντιά και η προκοπή του γαμπρού.
Προξενιό έστελνε είτε το ένα από τα δύο σόγια ή ένας από τους δύο ενδιαφερόμενους. Αν όλα πήγαιναν καλά και οι νέοι αλλά ούτε και οι συμπέθεροι γνωριζόντουσαν τότε κανόνιζαν μια κοινή συνάντηση σε κάποια γιορτή ή πανηγύρι για να ιδωθούν όλοι.
Η πρώτη επίσημη συνάντηση του συμπεθεριού γινόταν στο σπίτι της νύφης παρουσία της προξενήτρας η οποία και αναλάμβανε να κρατάει την συζήτηση μέχρι να αναλάβει το κρασί. Για την επισημότητα της στιγμής οι γονείς της έσφαζαν και μαγείρευαν κόκορα. Η μέλλουσα νύφη με το βλέμμα χαμηλά προσέφερε γλυκό στους καλεσμένους φτιαγμένο από τα χρυσά χεράκια της, σύμφωνα με την προξενήτρα και τους περιποιούταν μέχρι να τελειώσει η επίσκεψη. Οι μελλόνυμφοι τότε αν ήταν άγνωστοι προσπαθούσαν ντροπαλά να ανταλλάξουν τις πρώτες τους κουβέντες και να γνωριστούν. Οι συμπέθεροι φλυαρώντας στη αρχή στο τέλος κατέληγαν στην προίκα. Θέμα που ενδιέφερε όλους και κυρίως την προξενήτρα αν ήταν επαγγελματίας. Από το ύψος της οποίας εξαρτιόταν η αμοιβή της.
Η προίκα ήταν η κύρια αιτία ματαίωσης ενός γάμου. Πολλοί γάμοι χάλασαν την τελευταία στιγμή επειδή οι συμπέθεροι δεν τα βρήκαν στην προίκα, ακόμα και αν αρχικά είχαν συμφωνήσει. Αυτό γινόταν όταν ο ένας από τους συμπέθερους ζητούσε κάτι ο ίδιος επί πλέον. Στο σπίτι δεν έπρεπε να μείνουν ποτέ μόνοι. Πάντα θα ήταν παρόν κάποιο άτομο. Πράγματα φυσικά και εναρμονισμένα στον άγραφο ηθικό κώδικα της εποχής. Τότε, στις αρχές του αιώνα, τα ήθη ήταν αυστηρά. Αρκούσε ένα βλέμμα σε κάποιο κορίτσι ή γυναίκα για ανάψει καυγάς που μπορούσε να οδηγήσει σε φόνο.
ΓΑΜΟΣ
Όσο πλησίαζε η μέρα του γάμου ανέβαινε δραστηριότητα και στα δύο σπίτια. Στης νύφης ετοίμαζαν τα προικιά. Έπλεναν και σιδέρωναν τον ρουχισμό. Γυάλιζαν τα χαλκώματα. Στου γαμπρού ετοίμαζαν το σπίτι των νεόνυμφων κάνοντας τις σχετικές αλλαγές όπου υπήρχε ανάγκη.
Την Κυριακή πριν τον γάμο όλα ήταν έτοιμα. Η νύφη έβγαζε τα προικιά της σε ένα μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού της για να τα δει ο κόσμος. Γινότανε ή έκθεση τους. Από την μια πλευρά τοποθετούσαν σε γιούκο (στοιβαγμένο σωρό) τα κλινοσκεπάσματα με τις βελένζες τα παπλώματα από κάτω και από πάνω τα λινά. Πιο ψηλά τα χαλκώματα. Σε άλλο μέρος τα κεντήματα τα εσώρουχα κλπ. Οι επισκέπτες τα ασήμωναν. Έχωναν δηλαδή μέσα στον γιούκο χρήματα.
Το Σάββατο στο κάθε σπίτι έσφαζαν τα μανάρια (αρνιά ή κατσίκια) που έτρεφαν για εκείνη την μέρα και ετοίμαζαν τον χώρο που θα γινόταν το γλέντι. Έστρωναν τις τάβλες, γιατί δεν υπήρχαν τραπέζια. Πάνω σε κούτσουρα τοποθετούσαν σανίδες (τάβλες) και τις σκέπαζαν με τραπεζομάντιλα. Πάνω τους έβαζαν τα φαγητά του γλεντιού και το κρασί. Σε πιο χαμηλές τάβλες καθόντουσαν. Έψηναν τα ψωμιά και τις πίττες. Γενικά έκαναν όλες τις απαραίτητες ετοιμασίες και προμήθειες. Οι καλεσμένοι για δώρα έδιναν κρασί και κρέας.
Πριν την τελετή άρχιζε ο στολισμός των νεόνυμφων. Πιο τελετουργικό ήταν το στόλισμα της νύφης. Μόνο γυναίκες επιτρεπόταν να μπουν στο δωμάτιο. Τη χτένιζαν και της φορούσαν, τα νυφικά ρούχα, τραγουδώντας. Το νυφικό ήταν χειροποίητο. Τον ύφαιναν ον ίδιες για τον γάμο τους. Πριν της φορέσουν τα παπούτσια που ήταν καινούρια έγραφαν τα ονόματα τους οι ανύπαντρες φίλες της. Όποιο όνομα είχε σβηστεί όταν τελείωνε ο γάμος αυτό θα παντρευόταν γρήγορα. Όλες αυτές οι ενέργειες γινόντουσαν κάτω από κλήμα ευθυμίας όπου κυριαρχούσαν τα πονηρά πειράγματα για την νύχτα που περίμενε την νύφη.
Το τελετουργικό του ντυσίματος του γαμπρού πολύ πιο απλό από της νύφης απαιτούσε λιγότερο χρόνο. Στο τέλος τον ξύριζαν. Η πράξη αυτή έμεινε παροιμιώδης. Άγνωστο πως.
Τα όργανα συνόδευαν τον γαμπρό και τον κουμπάρο στον τόπο της τελετής, που ήταν το σπίτι της νύφης. Παίζοντας συνεχώς τον ίδιο ρυθμό οι οργανοπαίχτες, πήγαιναν πρώτα στο σπίτι του κουμπάρου τον έπαιρναν ύστερα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού τον έπαιρναν και αυτόν και τους οδηγούσαν στο σπίτι της νύφης. Ο κουμπάρος κρατούσε την κεντημένη πίττα του γάμου, φτιαγμένη ειδικά για την περίπτωση που θα την δώσουν στο συμπεθεριό της νύφης. Το κάθε σόι έφτιαχνε την δική του πίττα, την οποία αντάλλαζαν με την πίττα του άλλου σογιού.
Πιο παλιά που οι μετακινήσεις γινόντουσαν με τα ζώα και τα κάρα ήτανε χρονοβόρες και αν ο γαμπρός ήτανε από άλλο χωριό, η στεφάνωση γινότανε το Σάββατο στο σπίτι της νύφης για να προλάβουν οι συμπέθεροι να πάνε την άλλη μέρα στο χωριό τους
Αν ο γαμπρός ήτανε από άλλο χωριό ερχότανε καβάλα σε άλογο έχοντας στα καπούλια ένα μικρό αγόρι. Καβάλα σε ζώα τον συνόδευαν οι καλεσμένοι του και οι μουσικοί που έπαιζαν συνέχεια. Την συνοδεία του γαμπρού περίμενε λίγο έξω από το χωριό της νύφης κάποιος χωριανός με ένα όπλο στο χέρι. ‘Όταν τον πλησίαζαν πυροβολούσε στον αέρα, σημάδι ότι ο γαμπρός έφτασε. Το σόι του γαμπρού του έδινε το Βαέτι. Δώρο δηλαδή που αποτελούνταν από μια μικρή πίττα, ένα κομμάτι άψητο κρέας και ένα μπουκάλι κρασί.
Η νύφη κατά την διάρκεια της τελετής και μέχρι να πάει στο σπίτι του άντρα της είχε σκεπασμένο με πυκνό πέπλο το πρόσωπο της Για αυτή την σκηνή του γάμου λένε πολλά. Ότι άλλες γυναίκες πιο ωραίες έδειχναν στους γαμπρούς στην αρχή και άλλες τους έφερναν στην εκκλησία. Οι γαμπροί όταν ανακάλυπταν την απάτη ήταν πλέον αργά. Ένα άλλο ευτράπελο του γάμου είναι η απόκρυψη από τον παπά της πραγματικής ηλικίας της νύφης. Στο χαρτί του γάμου ύστερα από παράκληση της νύφης ή και με το αζημίωτο, έγραφε ο παπάς άλλο έτος γέννησης που έδειχνε την νύφη πιο νέα.
Μετά την τελετή άρχιζε το γλέντι πρώτα στο σπίτι της νύφης. ‘Όταν δεν υπήρχαν όργανα τραγουδούσαν κατά ομάδες ενώ την ίδια στιγμή χόρευαν όσοι ήθελαν. Μια ομάδα άρχιζε το τραγούδι και έλεγε ένα στίχο. Σταματούσε και επαναλάμβαναν το ίδιο τα υπόλοιπα άτομα, Αυτό γινόταν συνέχεια μέχρι να τελειώσει το τραγούδι και να αρχίσει το άλλο.
Το φαγοπότι και χορός με τοπικό όργανα ή γραμμόφωνο που εισέβαλε αργότερα κρατούσε μέχρι αργά. Κατόπιν παίρνοντας προικιά και νύφη πήγαιναν, στο σπίτι του γαμπρού για να συνεχίσουν το γλέντι το οποίο κρατούσε μέχρι το πρωί. Αν ο γαμπρός ήτανε από άλλο χωριό παίρνανε την νύφη καβάλα σε ζώο, φόρτωναν τα προικιά και πήγαιναν στο σπίτι του.
Η πεθερά υποδεχόταν την νύφη στην είσοδο του σπιτιού. Της έδινε ένα πιατάκι με μέλι και ένα ρόδι. Η νύφη τα έπαιρνε και βουτώντας στο μέλι το μικρό της δακτυλάκι έκανε ένα σταυρό στο κατώφλι της πόρτας, στο πάνω μέρος στην δεξιά πλευρά και στην αριστερή. Στην συνέχεια η πεθερά έβαζε το σίδερο στο κατώφλι για να περάσει η νύφη με το δεξί. Το ίδιο έκαναν και όσοι έμπαιναν στο σπίτι. Η νύφη όταν έμπαινε μέσα πετούσε στην πεθερά το ρόδι που της είχε δώσει προσπαθώντας να την πετύχει. Αυτό το έθιμο είχε αστεϊκό χαρακτήρα. Τότε έβγαζε το πέπλο και φαινότανε το πρόσωπο της. Ύστερα από τις εθιμικές τελετές άρχιζε ξανά το γλέντι που κρατούσε και εδώ μέχρι το πρωί. Κάποια στιγμή το βράδυ το ζευγάρι κουρασμένο αποσύρετε για την πρώτη νύχτα του. Ενώ οι άλλοι συνεχίζουν
Πολλά έχουν ειπωθεί για αυτή την νύχτα. Έχει περάσει στα ανέκδοτα και έχει περιβληθεί από υπερβολή. Την αξία αλλά κυρίως την αλήθεια της μόνο το κάθε ζευγάρι που την έζησε την ξέρει και την φύλαγε στην ψυχή του σαν επτασφράγιστο μυστικό.
Το γλέντι συνεχιζόταν στα σπίτια του κάθε σογιού και την δεύτερη μέρα. Αν κάποιος από το άλλο σόι πήγαινε στο γλέντι του άλλου τότε τον σαμάρωναν. Του έβαζαν στην πλάτη ένα σαμάρι.
Την δεύτερη μέρα στο σπίτι του γαμπρού έφτιαχναν τηγανίτες για να γιορτάσουν την παρθενιά της νύφης. Αν δεν ήτανε εντάξει μπορούσε ο γαμπρός να την στείλει στον πατέρα της ή να απαιτήσει περισσότερη προίκα για να την κρατήσει.
Την επόμενη Κυριακή από τον γάμο το ζευγάρι γύριζε στο σπίτι της νύφης. Οι γονείς της έσφαζαν κότα ή αρνί για να γιορτάσουν τα πστρόφια (επιστρόφια).
Αν κάποιος έκανε τρίτο γάμο κατά την τελετή της στέψης του έβαζαν τα στέφανα στον ώμο και όχι στο κεφάλι.
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο άλλαξαν πολλά από τα ήθη του γάμου. Με απόφαση της ιεράς συνόδου ο γάμος θα γινόταν στο εξής μόνο στις εκκλησίες.. Η ανάπτυξη γρήγορων μεταφορικών μέσων έσβησαν πολλά από τα παλιά έθιμα και πρόσθεσαν άλλα.
Τα νεότερα χρόνια ο γάμος αρχίζει από την Πέμπτη το απόγευμα που οι φίλες της νύφης πήγαιναν στο σπίτι που θα κατοικούσε το ζευγάρι και έστρωναν το νυφικό κρεβάτι. Όταν τέλειωναν το έραναν με λουλούδια και έριχναν πάνω του τρεις φορές ένα μικρό αγόρι, για να αποκτήσει το ζευγάρι αγόρια.. Αλλά οι γονείς μερικών ζευγαριών για να είναι σίγουροι τάιζαν τους νεόνυμφους με σερνικοβότανο.
Την Παρασκευή το απόγευμα ο γαμπρός με συνοδεία οργάνων των συγγενών και των φίλων του καβάλα στα άλογα πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να πάρουν τα προικιά. Όταν έφταναν στο σπίτι πιάνονταν σε χορό, ο κουμπάρος που κρατούσε την πίττα χόρευε μπροστά κρατώντας την ψηλά με το δεξί χέρι. Σε λίγο τον πλησίαζε χορεύοντας κάποιος από το σόι της νύφης και προσπαθούσε να του την κλέψει. Αν δεν τα κατάφερνε του την ζητούσε. Τότε ο κουμπάρος του ζητούσε κάποιο αντάλλαγμα. Και άρχιζαν χορεύοντας τα παζαρέματα. Αν συμφωνούσαν τότε το σόι της νύφης έπαιρνε την πίττα. Αν όχι ο κουμπάρος συνέχιζε να την χορεύει μέχρι την τελική συμφωνία. Έπρεπε να χορεύει συνέχεια μέχρι να την παραδώσει. Πολλές φορές τον άφηναν επίτηδες να χορεύει αρκετή ώρα με την ελπίδα ότι θα κουραζόταν και θα την έδινε. Αλλά αυτοί που ήθελαν οπωσδήποτε την πίττα ήταν οι συγγενείς της νύφης. Γιατί αν δεν την έπαιρναν ήταν γρουσουζιά. Ο χορευτής του γαμπρού ότι κέρδιζε από αυτή την αγοραπωλησία το έπαιρνε δικό του.
Μόλις τελείωνε το γλέντι και χόρταιναν τα κεράσματα, άρχιζαν τραγουδώντας και χορεύοντας να φορτώνουν, τα προικιά στα ζώα ή σε αυτοκίνητα αργότερα, για να τα μεταφέρουν στο σπίτι του γαμπρού. Έπαιρναν ακόμα και γλάστρες με λουλούδια. Πολλοί συμπέθέροι έκλεβαν από έθιμο κάτι επιπλέον από αυτά που τους έδιναν. Η νύφη κλεισμένη σε κάποιο δωμάτιο κοιτούσε χωρίς να συμμετέχει γιατί δεν έπρεπε να την δει ο γαμπρός μέχρι τον γάμο.
Κοίμιζαν νανουρίζοντας τα μωρά στο κουβέλι. Όταν ήθελαν να τα μεταφέρουν τα έβαζαν στην μηλούτη την οποία μετέφεραν στην πλάτη τους.
ΒΑΦΤΙΣΙΑ
Ο νουνός ή η νουνά έδινε στο μωρό το όνομα που ήθελε, σύμφωνα με κάποιο παλιό άγραφο νόμο. Με την πάροδο του χρόνου έπαψε η ισχύς αυτού του νόμου και ο νουνός έδινε το όνομα που ήθελαν οι γονείς. Το όνομα του παιδιού ήταν πολλές φορές η αφορμή για να ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ των γονείς του ζευγαριού, γιατί ήθελαν να ξεφωνηθεί (να δοθεί)το δικό τους όνομα. Το έθιμο επέβαλε ότι στα παιδιά πρώτα δίνονται τα ονόματα των γονιών του πατέρα και ύστερα των γονιών τη μητέρας.
Όλοι οι καλεσμένοι συγκεντρώνονταν στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν την τελετή, εκτός από την μητέρα η οποία έμενε στο σπίτι. Όταν ο παπάς έλεγε το όνομα του παιδιού, τα πιτσιρίκια έτρεχαν στην μητέρα για να της πάνε τα συχαρίκια. Να της πούνε δηλαδή το όνομα που υποτίθεται δεν γνώριζε. Η μητέρα τα φίλευε όλα.
Λίγο πριν τελειώσει το μυστήριο της βάπτισης και ενώ ο παπάς σύμφωνα με το τελετουργικό έκανε τρεις κύκλους γύρο από την κολυμπήθρα με τον νουνό και το δεμένο πάνω του συμβολικά με ένα σεντόνι μωρό, ο νουνός πετούσε στον αέρα κέρματα τα οποία άρπαζαν τα μικρά παιδιά. Συχνά γινόντουσαν ομηρικές μάχες για το ποιο θα πιάσει τα πιο πολλά.
Ο νουνός αγόραζε τα ρούχα του παιδιού για την βάπτιση ένα χρυσό σταυρό και την λαμπάδα. Έπρεπε να πάει το βαφτιστήρι για μετάλαμα (μετάληψη) ντυμένο με τα βαπτιστικά την πρώτη Κυριακή μετά τα βαφτίσια.. Έπρεπε επίσης να του αγοράζει στις γιορτές ρούχα ή παπούτσια μέχρι να μεγαλώσει. Κύρια όμως υποχρέωση του νονού ήταν να του αγοράζει κάθε Πάσχα μια άσπρη λαμπάδα.
Αν αρρώσταινε βαριά το παιδί και φοβόντουσαν μη πεθάνει πριν να το βαπτίσουν, το βάπτιζαν στον αέρα. Γιατί πίστευαν ότι αν πεθάνει αβάπτιστο θα πάει στην κόλαση. Το έπαιρνε κάποιος στα χέρια του και στραμμένος προς την Ανατολή το σήκωνε στον αέρα κάνοντας το σχήμα του σταυρού λέγοντας το όνομα που του έδιναν. Η διαδικασία επαναλαμβανόταν τρεις φορές. Αν αυτός που το βάπτιζε ήξερε γράμματα έλεγε κάθε φορά που το σήκωνε στον αέρα: Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού (όνομα) στο όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος. Αμήν.
Την βάπτιση ακολουθούσε γλέντι.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Ο βιολογικός κύκλος κλείνει με τον αναπόφευκτο θάνατο. Όταν τελείωνε το λάδι από το καντήλι του καθενός ερχότανε ο χάρος και του έπαιρνε την ψυχή για να την πάει στον ουρανό όπου ανήκε. Πριν πεθάνει κάποιος καλούσαν τον παπά για να τον μεταλάβει Το σώμα του που έπρεπε να επιστρέψει στην γη που του το δάνεισε, δεν το έστελναν όμως βρώμικο. Το περιποιούνταν για τελευταία φορά σαν να ήταν ζωντανό.
Μετά την οριστική αποχώρηση της ψυχής, γιατί υπήρχαν και φαινόμενα νεκρανάστασης, έπλεναν και καθάριζαν τον νεκρό με σαπούνι και νερό.
Το ξεπλένανε κατόπιν με κρασί και το τυλίγανε με το σάβανο. Ύστερα το ντύνανε με καθαρά ρούχα, του φορούσανε τα καλά παπούτσια και το τοποθετούσαν στο φέρετρο. Έδεναν τα πόδια του με μια κορδέλα και τα χέρια τα σταύρωναν πρώτα και ύστερα τα έδεναν και αυτά. Πάνω στα σταυρωμένα χέρια τοποθετούσαν μια εικόνα από το σπίτι του νεκρού. Στο στήθος του έβαζαν κουλουριασμένο το ίσο το οποίο έκαιγε. Το ίσο ήταν κερί φτιαγμένο εκείνη την ώρα και είχε μήκος ίσο με το ύψος του νεκρού. Το τύλιγαν σπειρωτά για να εξοικονομήσουν χώρο αφήνοντας ένα μικρό κομμάτι όσο ένα κερί να καίγεται, λίγο- λίγο
Τοποθετούσαν στην χούφτα του νεκρού ή την τσέπη κέρματα για να έχει χρήματα να πληρώσει εκεί πού θα πάει. Όσοι ήθελαν να στείλουν κάποιο μήνυμα σε δικό τους πεθαμένο, το έγραφαν σε χαρτί και το έβαζαν στην παλάμη του νεκρού λέγοντας του να το δώσει στον δικό τους.
Όταν νύχτωνε του σκέπαζαν το πρόσωπο με μια πετσέτα για να μη μπορέσει η ψυχή να επιστρέψει στο σώμα επειδή ίσως δεν της άρεσε εκεί που πήγε. Αν γινόταν αυτό ο νεκρός θα βουρδολάκιαζε (βρυκολάκιαζε) και θα τριγύριζε στο σπίτι, πράγμα κακό και επικίνδυνο για το ζωντανούς.
Ξενυχτώντας τον νεκρό του περνάγανε (διάβαζαν) το ψαλτήρι για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του. Το διάβασμα για να έχει αποτέλεσμα έπρεπε να γίνετε χωρίς διακοπή, χωρίς λάθη και από τον ίδιο αναγνώστη. Τον ξενυχτούσαν και για ένα ακόμα λόγο, για να μη τον περάσει (πηδήξει από πάνω του) καμιά γάτα και βρικολακιάσει.
Μετά το ψάλσιμο της νεκρώσιμης ακολουθίας η νεκροπομπή όδευε προς το νεκροταφείο, την τελευταία κατοικία του νεκρού. Η σωρός του, μέσα στο ανοιχτό φέρετρο με το κεφάλι στραμμένο προς την Δύση που ήταν σύμβολο του τέλους, μεταφερόταν από τέσσερις άνδρες στον τόπο αναπαύσεως.
Δίπλα στον τάφο άφηναν το φέρετρο και ο παπάς έψελνε τις ευχές. Όταν τελείωνε έλυναν τα χέρια και τα πόδια του νεκρού και έπαιρναν την εικόνα. Έδιναν στον παπά ένα κομμάτι κεραμίδι στο οποίο έγραφε κάτι επάνω ψάλλοντας και το έβαζε στο στήθος του νεκρού.
Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη του δράματος. Γιατί ύστερα έκλειναν το φέρετρο και το κατέβαζαν στον τάφο. Ο παπάς έχυνε πάνω στο φέρετρο λίγο χώμα και νερό παρμένο από ένα πήλινο κανάτι που έφερναν για αυτό τον λόγο. Ακολουθούσαν ρίχνοντας χώμα οι συγγενείς κα: οι παρευρισκόμενοι. Όταν τέλειωναν όλοι, έθαβαν τον νεκρό.
Στην έξοδο του νεκροταφείου πρόσφεραν στους παρευρισκομένους καθώς έφευγαν βρασμένο σιτάρι και ψιχούδια (μικρά ψωμάκια) για συγχώρεση. Δεν έπρεπε να τα πάνε στο σπίτι τους γιατί θα πέθαινε σύντομα κάποιος δικός τους. Όπως αυτοί πού έφευγαν από το νεκροταφείο δεν έπρεπε να γυρίζουν και να κοιτάξουν πίσω γιατί θα πάθαινε κακό κάποιος δικός τους. Οι συγγενείς του νεκρού μαζί με τον παπά επέστρεφαν στο σπίτι για να διαβάσει ευχή.
Στο σπίτι του πεθαμένου για τρεις μέρες δεν μαγειρεύουν αλλά τους έφερναν νηστίσιμα φαγητά οι συγγενείς και οι γείτονες. Η περίοδος αυτή ήταν η παρηγοριά, Την Τρίτη μέρα έβραζαν λίγο σιτάρι και το πηγαίνουν στη εκκλησία. Ήταν τα τριήμερα. Όταν σαράντιζε ο νεκρός έβραζαν πάλι σιτάρι το κεντούσαν (στόλιζαν) και το πήγαιναν στην εκκλησία μαζί με τα κομμάτια (μικρά ψωμάκια). Στα σαράντα οι συγγενείς του νεκρού έκαναν τραπέζι προσφέροντας στους γνωστούς και φίλους του κρέας που μέχρι τότε δεν έτρωγαν οι ίδιοι και κρασί. Επίσης βρασμένο σιτάρι πήγαιναν στα εξάμηνα, το χρόνο και τα ψυχοσάββατα.
Τα Ψυχοσάββατα ήταν οι μέρες των ψυχών. Αυτές τις μέρες οι πεθαμένοι περίμεναν με λαχτάρα τις προσφορές των ζωντανών, που ήταν βρασμένο σιτάρι και κομμάτια. Οι ψυχές που δεν έπαιρνα δώρα στενοχωρούνταν και τριγύριζαν στον Αδη περίλυπες. Λένε ότι τα Ψυχοσάββατα γίνονταν μυστήρια πράγματα, αλλά τα ένιωθαν μόνο οι αγνοί, οι αλαφροίσκιωτοι
Οι δεσμοί των ζωντανών με τους πεθαμένους ήταν άρρηκτοι. Φαίνεται από την πίστη ότι οι πεθαμένοι τρώνε αυτά που τους προσφέρουν οι ζωντανοί. Πίστευαν ακόμα ότι οι ψυχές έρχονταν στην γη κάθε Μεγάλη Παρασκευή και έφευγα την ημέρα τις Αναλήψεως. Την μέρα αυτή έλεγαν ότι οι ψυχές που γύριζαν στον τόπο τους φαινόντουσαν σαν σκιές στα νερά των πηγαδιών και όποιος έσκυβε πάνω από κάποιο πηγάδι μπορούσε να τις δει
Η τελευταία υποχρέωση στον νεκρό ήταν το ξέχωμα. Γινόταν στα πέντε χρόνια που από τον θανάτου. Τότε άνοιγαν τον τάφο έβγαζαν τα κόκαλα τα καθάριζαν και τα έπλεναν με κρασί. ‘Όταν στέγνωναν τα τοποθετούσα οτο οστεοφυλάκιο, ένα μικρό ξύλινο κουτί και έγραφαν από έξω τα αρχικά του ονόματος του νεκρού και την χρονιά του ξεχώματος. Άφηναν τα οστά τρεις μέρες στην εκκλησία του νεκροταφείου και ύστερα τα πήγαιναν στην εκκλησία του Αγ. Ιωάννου για να λειτουργηθούν. Στην συνέχεια τα τοποθετούσαν στο χωνευτήρι. Ένα παλιά πέτρινο κτίριο στον ανατολικό τοίχο του νεκροταφείου.
Το παλιό νεκροταφείο ήταν στον Αι Γιώργη έξω από το χωριό. Οι παλιοί θυμούνται ότι υπήρχαν σταυροί σε εκείνο το μέρος και ότι τους έλεγαν οι μεγαλύτεροι πως εκεί έθαβαν τα νεκρά μωρά όταν απέβαλλαν οι γυναίκες. Αργότερα άγνωστο πότε μεταφέρθηκε στον σημερινό τόπο. Το οικόπεδο που είναι το νεκροταφείο σήμερα άνηκε στον Χριστόδουλο Ακριώτη ο οποίος το δώρισε στην εκκλησία.
ΓΙΟΡΤΕΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Την κυριότερη γιορτή της Χριστιανοσύνης την γιόρταζαν με μεγάλη ψυχική ανάταση. Ετοιμάζονταν για αυτή από το καλοκαίρι σχεδόν αγοράζοντας το γουρούνι. Το αγόραζαν μικρό και το μεγάλωναν ταΐζοντας το με σιτάρι, κριθάρι, φρούτα και ότι αποφάγια είχαν. Αυτό το νοστίμιζε.
Την παραμονή οι άνδρες έσφαζαν το γουρούνι. Το έγδερναν και το κρεμούσαν από τα πίσω πόδια στο σταύρωμα. Στα πόδια που κρέμονταν πάνω έβαζαν σπαραγγιές για να μην πάνε τα σκαλικαντζούρια να κατουρήσουν και στο στόμα έβαζαν ένα ολόκληρο λεμόνι. Την άλλη μέρα το τεμάχιζαν και το αποθήκευαν. Από το γουρούνι μόνο το μαύρο συκώτι πετούσαν.
Με το δέρμα του έφτιαχναν τα τσαρούχια. Τα φορούσαν όταν όργωναν γιατί δεν κολλούσε λάσπη πάνω στις τρίχες του γουρουνιού. Από την φούσκα του, την ουροδόχο κύστη έφτιαχναν φούσκα (μπαλόνι) για να παίζουν τα παιδιά. Το λίπος που ήτανε πολύ το έκαναν πασπαλά. Το έβραζαν μέχρι να γίνει αλοιφή στην συνέχεια το αλάτιζαν και ύστερα το αποθήκευαν. Ο πασπαλας κρατούσε μέχρι το καλοκαίρι. Το κρέας το έκοβαν μπριτζόλες και όσο έμενε το έκαναν λουκάνικα. Έφτιαχναν λουκάνικα κόβοντας το κρέας σε μικρά κομματάκια. Τους έβαζαν θρούμπη πιπέρι και λίγη φλούδα πορτοκαλιού και με ένα χωνί γέμιζαν με το μίγμα το λεπτό έντερο του γουρουνιού.
Από το παχύ έντερο έφτιαχναν τις μπούμπες. Το έπλεναν καλά και το γέμιζαν με κομμάτια βρασμένου άσπρου συκωτιού μαζί με βρασμένο κομμένο σιτάρι. Τις έδεναν με κλωστή στις άκρες για να μη χυθεί το γέμισμα, τις έβαζαν στο ταψί και τις έψηναν στον φούρνο. Οι γυναίκες εκτός από τα φαγητά ετοίμαζαν τα γλυκά, τα ψωμιά, το χριστόψωμο, τα καθαρά ρούχα..
Τα Χριστούγεννα ήταν η γιορτή των παιδιών. Ξυπνούσαν νωρίς το πρωί και κινούσαν για να πάνε στα τραγούδια (τα κάλαντα.) Γύριζαν τραγουδώντας τα κάλαντα όλα τα σπίτια του χωριού που δεν είχαν πένθος και οι νοικοκυρές τα φίλευαν, σύκα, καρύδια, γλυκά και σπάνια χρήματα γιατί ήταν δυσεύρετα.. Τα φιλέματα τα έβαζε τα καθένα στο δικό του ταγάρι. Τα μικρά παιδιά λέγανε τα εύκολα κάλαντα, ενώ τα μεγάλα δυσκολότερα.
Για να τα θυμηθούν έκαναν δοκιμές λίγες μέρες πριν. Μόνο τις μέρες αυτών των γιορτών έπρεπε να τα λένε, γιατί αν τα έλεγαν άλλη μέρα θα ψώριαζε ο κώλος τους.
Ανήμερα το πρωί φορούσαν τα καλά τους και πήγαιναν στην εκκλησία. Το μεσημέρι όλοι μαζί έτρωγαν τα γιορτινά φαγητά. Τα λουκάνικα, τις μπούμπες και το χοιρινό.
Η δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων ήτανε σκόλη. Το πρωί πηγαίνανε στην εκκλησία, και την υπόλοιποι μέρα την περνούσανε στο σπίτι τρώγοντας και πίνοντας.
Μαζί με τα Χριστούγεννα έρχονταν και οι καλικάντζαροι ή σκαλίμπια. Άσκημα κουτσά πλάσματα τις φαντασίας χωρίς καθορισμένη μορφή με ένα πόδι γαϊδάρου κοντό και ένα ανθρώπινο πιο μακρύ και για αυτό κουτσαίνουν. Ήταν σκανταλιάρικα και για να ησυχάσει ο θεός από αυτά τα έστελνε για λίγες μέρες τα Χριστούγεννα στην γη. Αλλά και στην γη δεν κάθονταν φρόνιμα σκαντάλιζαν τους ανθρώπους ή τους προξενούσαν κακό.
Λίγες μέρες πριν έλθουν τα σκλίμπια, οι άνθρωποι έβαζαν πάνω από τα πιθάρια, τα αμπάρια, τα κιούπια οπαραγκές τα αγκάθια των οποίων τα εμπόδιζαν να κατουρήσουν μέσα.
Οι άνθρωποι για τα ξεφορτωθούν παρακαλούσαν τον θεό να τα πάρει πίσω. Ή επιστροφή τους στον ουρανό γινόταν του σταυρού. Τα έδιωχνε ο παπάς με την αγιαστούρα του.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Περίμεναν την είσοδο του νέου χρόνου με αγωνία. Ήταν η πιο μεγάλη ανθρώπινη γιορτή. Γιατί από το πώς θα έμπαινε ο καινούργιος χρόνος εξαρτιόταν το μέλλον τους. Η αγωνία τους αυτή φαίνεται από την σχολαστικότητα με την οποία έκαναν τις διάφορες δουλειές για την πρωτοχρονιά, προσέχοντας τις προλήψεις.
Στις μέρες που απέμεναν μέχρι το νέο έτος έτριβαν τα καρύδια και άνοιγαν το φύλλο με τον πλάοτρη για το μπακλαί (μπακλαβά). Τοποθετούσαν στην συνέχεια το ένα πάνω στο άλλο βάζοντας σκορπίζοντας ανάμεσα τους τριμμένο καρύδι, ζάχαρη, και κανέλλα. Στην συνέχεια το έβαζαν στον φούρνο. Άλλα γλυκά ήταν τα μελομακάρονα, οι δίπλες. Το κυρίαρχο γλύκισμα ήταν η βασιλόπιτα. Μέσα της έβαζαν ένα φλουρί για να έχει τύχει εκείνος που θα το βρει.
Την παραμονή τα παιδιά έλεγαν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα ενώ οι μεγάλοι τελείωναν τις δουλειές τους.
Ανήμερα το χάραμα η νοικοκυρά πήγαινε στο πηγάδι για να φέρει το αμίλητο νερό. Πήγαινε έπαιρνε νερό και γύριζε στο σπίτι χωρίς να μιλήσει σε κανένα που θα συναντούσε στο δρόμο ούτε απαντούσε αν κάποιος της μιλούσε από λάθος ή από άγνοια του εθίμου. Έφερνε το νερό στο σπίτι και όποιος από την οικογένεια της ξύπναγε, πρώτα πλενόταν με αυτό το νερό, έκανε τον σταυρό του και ύστερα καλημέριζε και έλεγε χρόνια πολλά.
Απέφευγαν να μιλήσουν όλη μέρα σε ανθρώπους που θεωρούσαν γρουσούζηδες ή κακούς, ούτε πήγαιναν στα ξένα σπίτια γιατί φοβόντουσαν μη φέρουν γρουσουζιά. Ο πρώτος επισκέπτης εκείνης της ημέρας, τους έκανε ποδαρικό. Τον κερνούσανε γλυκό και τον βάζανε να καθίσει πάνω στην τσέργα την οποία τοποθετούσανε διπλωμένη στο κρεβάτι ή σε σκαμνί. Ο επισκέπτης έκανει τρεις φορές κλού-κλού- κλου (μίμηση της κλώσας), τρεις φορές πι-πι-πι (μίμηση της μικρής γαλοπούλας) και τρεις φορές μπε-μπε-μπε (μίμηση του βελάσματος του ανιού). ‘Ελεγε στην συνεχεία «όσα κλόσα (κλωστές) έχει η τσέργα τόσα αρνιά και τόσα πουλιά να αποκτήσει το σπίτι». Το καλλίτερο ποδαρικό το έκαναν τα παιδία.. Αθώα αναμάρτητα και άκακα καθώς είναι φέρνουν μόνο το καλό.
Αν ή χρονιά δεν πήγαινε καλά καταριόντουσαν το γούρι και δεν το ξανάπαιρναν. Αν πήγαινε καλά το έπαιρναν κάθε χρόνο. Ήταν καλό να επισκεφθεί το σπίτι κάποιος για ποδαρικό. Αν για κάποιο λόγο κάποιος δεν είχε άνθρωπο για να του κάνει ποδαρικό, παρακαλούσε κάποιο γείτονα ή γνωοτό ή και περαστικό ακόμα να μπει στο σπίτι του. Ήταν η μέρα που λύγιζαν ακόμα και οι σκληροί και ανάποδοι άνθρωποι.
Μόλις χτύπαγε η καμπάνα οι μεγάλοι ετοιμάζονταν για την εκκλησία και τα παιδιά ξυπνούσαν και κοίταζαν με αγωνία κάτω από το προσκέφαλο να δουν τι του έφερε ο Άγιος Βασίλης που τότε ήταν φτωχός και τους έφερνε συνήθως κάλτσες.
Το μεσημέρι συγκεντρώνονται όλοι μαζί γύρω από το γιορτινό τραπέζι και όριζαν κάποιο να κόψει την πίττα. Συνήθως ήταν ο πατέρας ή ένας από τους γιους. Αυτός χάραζε με το μαχαίρι το όχημα του σταυρού στο κάτω μέρος της πίπας, την σταύρωνε, Κατόπιν την έκοβε σε κομμάτια. Το πρώτο ήταν του Χριστού το δεύτερο της Παναγίας. Ύστερα ερχόταν η σειρά των Θνητών. Πρώτα ο πατέρας, η μάνα, ο παππούς η γιαγιά, οι καλεσμένοι και τα παιδιά. Ο τυχερός που θα έβρισκε το φλουρί το φύλαγε σχολαστικά για να του φέρνει γούρι όλο τον χρόνο.
ΤΑ ΦΩΤΑ
Την παραμονή τα παιδιά γύριζαν τα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα των φώτων ενώ οι μεγάλοι τα έλεγαν μαντριά που υπήρχαν πολλά τότε και έπαιρναν φιλέματα
Ανήμερα το πρωί πήγαιναν στην εκκλησία. ‘Όταν πλησίαζε η ώρα που ρίχνουν τον σταυρό στο νερό, όλο το εκκλησίασμα έφευγε από την εκκλησία και πήγαινε στην πλατεία. Στο μέσο της πλατείας είχαν στήσει την κολυμπήθρα που βαπτίζουν τα παιδιά γεμάτη νερό. Ο παπάς έριχνε τον σταυρό στο μέσα νερό και το αγίαζε. Οι πιστοί όταν τελείωνε η λειτουργία έπαιρναν το αγιασμένο νερό και το πήγαιναν στα σπίτια τους ραίνοντας τα θεμέλια του σπιτιού και το εσωτερικό.
Το απόγευμα αν το επέτρεπε ο καιρός μαζεύονταν στην πλατεία και χόρευαν με τα τοπικά όργανα ή σε κάποιο μαγαζί που είχε γραμμόφωνο.
ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Την άλλη μέρα των φώτων γιορτάζεται η μέρα του σταυρού. Ο παπάς μετά την εκκλησία έμπαινε στα σπίτια του χωριού και τα ράντιζε με ένα ματσάκι βασιλικό το οποίο βουτούσε στο μικρό δοχείο με τον αγιασμό το οποίο κρατούσε το παιδί που τον βοηθούσε. Οι νοικοκυρές θεωρούσαν υποχρέωση τους να δώσουν φίλεμα στον παπά γιατί έτσι θα έπιανε η ευχή που έλεγε και θα πήγαινε καλά η χρονιά. Τα φιλέματα αν ήταν φαγώσιμα τα έβαζαν σε ένα ταγάρι που κουβαλούσε, περασμένο στον ώμο τ ου, το μικρό παπαδοπαίδι που τον ακολουθούσε στην γύρα του. Αν ήταν χρήματα τα έπαιρνε ο ίδιος και τα έβαζε στην τσέπη του.
Του σταυρού ήταν η μέρα που φεύγουν οι καλικάντζαροι. Οι οποίοι δεν ήθελαν να φύγουν και προσπαθούσαν να γαντζωθούν στους ανθρώπους. Το πιο εύκολο μέρος για να πιαστούν ήταν τα μαλλιά. Για να μην σκαλώσουν στα μαλλιά τους και μείνουν στην γη οι άνθρωποι πλένονταν αλλά κυρίως λούζονταν πολλές φορές, Οι νοικοκυρές για να διώξουν από το σπίτι τα σκαλίμπια σκούπιζαν την παραστιά από την στάχτη και την σκόρπιζαν στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού. Όλες αυτές οι απλές τελετουργίες γίνονταν για να φύγουν οι Καλικάντζαροι γιατί αν έμεναν στην γη θα έβρισκε κακό τους ανθρώπους.
Την ίδια μέρα έδιωχναν και τα ποντίκια. Για να φύγουν μακριά χτυπούσαν δυνατά το τηγάνι λέγοντας..«όσο βρόντο έχει το τηγάνι τόσο να αλαργεύουνε τα ποντίκια».
ΑΠΟΚΡΙΕΣ
Στις αποκριές συνήθως μαζεύονταν στα σπίτια για να αποκρέψουν, να διασκεδάσουν. Το Σάββατο και την Κυριακή ντυνόντουσαν μασκαράδες. Γύριζαν κατά ομάδες στα σπίτια που γλεντούσαν και τους κερνούσανε κρασί και μεζέ Το μεσημέρι της Κυριακής μερικά άτομα έφτιαχναν την γκαμήλα και την έφερναν στην πλατεία.
ΠΑΣΧΑ
Η πιο μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Συνδυάζει την αναγέννηση της φύσης με την αναγέννηση του Θεού.
Το Πάσχα άρχιζε από το Σάββατο του Λαζάρου. Το πρωί τα παιδιά έβγαιναν για να πουν το τραγούδι του Λαζάρου και τα φίλευαν με αυγά.
Την Κυριακή των Βαΐων έστρωναν το δάπεδο της εκκλησίας με φύλλα βάγιας. Κλαδιά από το ίδιο δένδρο κρατούσαν στα χέρια κατά την διάρκεια της λειτουργίας.. Όταν έβγαιναν από την εκκλησία χτυπούσαν ελαφρά ο ένας την πλάτη του άλλου με κλαδιά βάγιας. Όλα τα βράδια της μεγάλης εβδομάδας που άρχιζε από εκείνη την Κυριακή πήγαιναν στην εκκλησία.
Την Μεγάλη Πέμπτη λίγο πριν ο παπάς βγάλει τον σταυρωμένο, ένας δυνατός άνδρας μετέφερε με χέρια την μεγάλη στρογγυλή πέτρα που στήριζαν τον σταυρό. Ήταν ένας μεγάλος πελεκημένος μονόλιθος, με μια τρύπα στην μέση. Εκεί έβαζε ο παπάς τον σταυρό με τον σταυρωμένο. Η πέτρα ήταν πολύ βαριά που με δυσκολία την σήκωνε ένας άντρας.
Την μεγάλη Παρασκευή το πρωί οι γυναίκες στόλιζαν το επιτάφιο με λουλούδια που έφερναν από το σπίτι τους και με αγριολούλουδα που τους έφερναν τα μικρά παιδιά από τους αγρούς. Με τα την μεσημεριανή λειτουργία και μέχρι το βράδυ έβαζαν τα παιδιά να περάσουν τρεις φορές κάτω από τον επιτάφιο μπουσουλώντας. Το βράδυ εν χωρώ μαζί με τους ψαλτάδες έψαλαν την ζωή εν τάφω και ύστερα έβγαιναν έξω από την εκκλησία για την περιφορά. Η περιφορά του επιτάφιου γινόταν στις πλάτες τεσσάρων ανύπαντρων ανδρών. Γιατί πίστευαν ότι όποιος τον έπαιρνε θα παντρευόταν την ίδια χρονιά.. Άρχιζαν την περιφορά από την εκκλησία ακολουθώντας νότια κατεύθυνση. Στην Αγ. Σωτήρω έκαναν την πρώτη μικρή στάση για ψάλει ο παπάς.. Στο σπίτι του Σέγκου, γύριζαν ανατολικά και αφού πέρναγαν από τα σπίτια του Καργιοπούλη και του Γιαννουκου έφταναν ότου Εισαγγελέα. Έξω από του Καριοπούλη έκαναν την δεύτερη στάση. Από εκεί έβλεπαν τα φώτα του επιτάφιου των Βουνών που τον περιέφεραν την ίδια ώρα ύστερα από συνεννόηση. Από του Εισαγγελέα έστριβαν βόρεια και έφταναν στην εκκλησία.. Σε όλη την διάρκεια της περιφοράς τα παιδιά που ήταν ανεβασμένα στο καμπαναριό κτυπούσαν ασταμάτητα την καμπάνα
Όταν τελείωναν την περιφορά έφερναν τον επιτάφιο στην νότια πύλη, τον κρατούσαν ψηλά ανεβασμένοι στο πεζούλι και από κάτω περνούσε όλο το εκκλησίασμα.. Αυτοί που τον κράταγαν εισέπρατταν από τους φίλους τους μερικές τσιμπιές για το καλό.
Το Σάββατο το πρωί πήγαιναν στην εκκλησία και μεταλάμβαναν. Ύστερα οι γυναίκες έβαφαν τα αυγά κόκκινα, ζύμωναν και έψηναν το ψωμί, έφτιαχναν τα τσουρέκια τα κουλούρια και έπηζαν το γιαούρτι. Οι άνδρες έσφαζαν το αρνί. Το έγδερναν το καθάριζαν το σούβλιζαν και ετοίμαζαν τον λάκκο για το αυριανό ψήσιμο. Οι γυναίκες έπαιρναν τα εντόσθια τα έπλεναν καλά και έφτιαχναν την μαγειρίτσα και τις γαρδούμπες.
Η καμπάνα για την Ανάσταση χτυπούσε στις τέσσερις το πρωί. Όλοι ξεχύνονταν μέσα στην νύχτα στους δρόμους για την εκκλησία, ντυμένοι τα γιορτινά Η ανάσταση γινόταν στις πέντε το πρωί. Με το δεύτε λάβετε φως άναβαν τις Πασχαλινές λαμπάδες από την λαμπάδα του παπά και στη συνέχεια έβγαιναν έξω από την εκκλησία για να πουν το Χριστός ανέστη. ‘Όταν ο παπάς έλεγε το Χριστός Ανέστη τα παιδιά που ήταν στο καμπαναριό χτυπούσαν χαρμόσυνα την καμπάνα. Έριχναν τότε βεγγαλικά τα οποία έφερναν από εκείνοι που ζούσαν στην Αθήνα. Οι πιστοί εύχονταν τα χρόνια πολλά και συγχωρούσαν τους εχθρούς τους. Σε λίγο άρχιζε η περιφορά της εικόνας της Ανάστασης κάτω από τους ήχους της καμπάνας. Η διαδρομή και οι στάσεις ήταν η (δια με τον επιτάφιο.
Μερικοί λένε ότι στους χώρους που σταματούν για να ψάλουν ήτανε παλιά κτισμένες εκκλησίες. Άλλοι πως σταματάνε και ψέλνουν σε σταυροδρόμια που είναι σπουδαία. Οι στάσεις αυτές ήταν υποχρεωτικές για κάθε περιφορά που περνούσε από εκεί.
Όταν τέλειωνε η περιφορά ο παπάς στεκότανε μπροοτά στο αναλόγιο που ήταν στημένο έξω από την κεντρική πύλη της εκκλησίας για να τοποθετηθεί η εικόνα της Ανάστασης και συνέχιζε την λειτουργία. Παράλληλα το εκκλησίασμα περνούσε μπροστά από την εικόνα, την ασπαζότανε, έριχνε χρήματα στον δίσκο που κρατούσε ένας επίτροπος και εκείνος τον έραινε με λίγη κολόνια. Όταν τελείωνε το προσκύνημα της εικόνας ο παπάς με το ευαγγέλιο στα χέρια στεκόταν μπροστά από την κλειστή πόρτα της εκκλησίας και έλεγε: Αρατε πύλας, οι άρχοντες υμών επάρθητε πύλας αιώνια και εισλεύσετε ο βασιλεύς της δόξης. Πίσω από την πόρτα και σε απόσταση ασφαλείας ήταν ένας επίτροπος που ρωτούσε; Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Η σκηνή επαναλαμβανόταν τρεις φορές. Την Τρίτη φορά στην ερώτηση τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης, ο παπάς κλωτσούσε με δύναμη την πόρτα η οποία άνοιγε με θόρυβο και απαντούσε·. Κύριος των δυνάμεων, κύριος ισχυρός. Ούτος εστί ο βασιλεύς της δόξης και μπαίνοντας θριαμβευτικά μέσα συνέχιζε την λειτουργία. Η τελετουργία συμβολίζει την νίκη του φωτός στο σκοτάδι, την νίκη της ζωής στον θανάτου
Μετά τη ανάσταση πολλοί γύριζαν στο σπίτι και όλη η οικογένεια μαζί έτρωγε την μαγειρίτσα την οποία απαγορευόταν αυστηρά να αγγίξουν πριν το Χριστός ανέστη.
Ανήμερα την Λαμπρή σηκώνονταν νωρίς το πρωί έριχναν τις κληματσίδες που είχαν φέρει από την προηγούμενη μέρα οτον λάκκο και τις άναβαν. Όταν ή θράκα ήταν έτοιμη έβαζαν πάνω τα αρνιά και άρχιζαν το ψήσιμο. Μέχρι να
ψηθεί το αρνί έτρωγαν αυγά, συκωτάκια, γαρδούμπες κουλούρια και έπιναν κρασί που έφερνε η κάθε οικογένεια. Κερνούσαν οποιονδήποτε περαστικό. Σε λίγο άρχιζαν τα τραγούδια και τον χορό. Τραγουδούσαν το ψήσου γίδα ψήσου και ρόδο κοκκινίσουν. Συνεχώς τσούγκριζαν τα κόκκινα αυγό.. Πίστευαν ότι όποιος κατάφερνε να κρατήσει γερό τα αυγό του ύστερα από μερικά τσουγκρίσματα θα είχε τύχη.
‘Όταν τελείωνε το ψήσιμο έπαιρνε ο καθένας το δικό του αρνί και πήγαινε σπίτι του να συνεχίσει το γλέντι με την οικογένεια του.
Το έθιμο στο χωριό είναι παμπάλαιο και δεν γνωρίζουμε την αρχή του. Δεν το τηρούσαν παλιά σε όλα τα χωριά της περιοχής. Οι Γιδιώτες οι οποίοι δεν έψηναν αρνιά όταν έβλεπαν από το χωριό τους τους καπνούς από τις Πασχαλιάτικες φωτιές να υψώνονταν από τις αυλές του χωριού έλεγαν: «άναψαν πάλι τις φωτιές στους Καθενούς, θα καούν».
Το απόγευμα χτυπούσε η καμπάνα για την αγάπη. Ήταν η μέρα που όλοι φιλιούνται σαν αδέλφια και η μέρα πού φιλιώνουν ή μονιάζουν οι εχθροί.
Όλοι πήγαιναν στην εκκλησία και συμμετείχαν στον γύρο της εικόνας της ανάστασης. Αυτή τη μέρα γύριζαν την εικόνα σε όλο το χωριό. Πέρναγαν την εικόνα από το γήπεδο έβγαιναν στου Σμπρίνη και μετά ακολουθούν την πορεία της Ανάστασης Μετά την λειτουργία συγκεντρώνονταν στην πλατεία και χόρευαν γενικό χορό με τα τοπικά όργανα.
Οι νοικοκυρές που μπροστά από τα σπίτια τους περνούσαν οι περιφορές, σκούπιζαν την αυλή και τον δρόμο που ήταν μπροστά και σ’ ένα κομμάτι κεραμίδι έκαιγαν λιβάνι.